καταπελτῶν

καταπελτῶν
καταπελτάζω
overrun with light-armed troops
fut part act masc voc sg
καταπελτάζω
overrun with light-armed troops
fut part act neut nom/voc/acc sg
καταπελτάζω
overrun with light-armed troops
fut part act masc nom sg (attic epic ionic)
καταπελτάζω
overrun with light-armed troops
fut part act masc voc sg
καταπελτάζω
overrun with light-armed troops
fut part act neut nom/voc/acc sg
καταπελτάζω
overrun with light-armed troops
fut part act masc nom sg (attic epic ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • εντόνιο — το (Α ἐντόνιον) νεοελλ. ναυτ. σχοινί με το οποίο εντείνονται τα μόνιμα σχοινιά τής εξαρτίας (φελαδούρι) αρχ. μηχάνημα με το οποίο τεντώνονται τα σχοινιά τών καταπελτών …   Dictionary of Greek

  • καταπελτικός — και καταπαλτικός, ή, όν (Α) [καταπέλτης] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον καταπέλτη («καταπελτικὰ ὄργανα καὶ βέλη», Πολύβ.) 2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) το καταπελτικά ή καταπαλτικά οι καταπέλτες 3. το ουδ. εν. ως ουσ. τὸ καταπελτικόν ή… …   Dictionary of Greek

  • σωλήνας — Μακρουλό και διάτρητο σώμα όπως το καλάμι: σιδερένιος σ., σ. πυροβόλου, σ. καπνοσύριγγας κλπ. Επίσης πεπτικός σ. καθώς και ένα είδος οστρακόδερμου. Οι σωλήνες χρησιμοποιούνται ευρύτατα στη βιομηχανία για πολλαπλές χρήσεις. Στη φωτογραφία,… …   Dictionary of Greek

  • Βίτων ο τακτικός — (αρχές 2ου αι. π.Χ.). Στρατιωτικός συγγραφέας που έγραψε το Περί κατασκευών πολεμικών οργάνων και καταπελτών, το οποίο σώθηκε σε επιτομή …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”